- εύρυθμος
- -η, -ο (ΑΜ εὔρυθμος, -ον)1. (για μουσική ή λόγο) αυτός που έχει ωραίο, κανονικό ρυθμό2. συμμετρικός, με αρμονική αναλογία τών μερώνμσν.-αρχ.(για πρόσωπα) ευπρεπής, κόσμιοςαρχ.1. καλά προσαρμοσμένος2. (για τον σφυγμό) κανονικός3. φρ. «εὔρυθμος πούς» — πόδι που κινείται με ρυθμό, που χορεύει σωστά, σύμφωνα με τον ρυθμό τής μουσικής4. φρ. «εὔρυθμος βακτηρία» — η βέργα με την οποία σωφρονίζονται όσοι δεν προσέχουν νουθεσίες και υποδείξεις.επίρρ...ευρύθμως (ΑΜ εὐρύθμως)ρυθμικά, με ωραίο ρυθμόαρχ.(για χειρουργό) με επιδέξια χέρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρυθμός].
Dictionary of Greek. 2013.